- σιαγόνες
- σιᾱγόνες , σιαγώνjaw-bonefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
παραγνάθος — η ζωολ. στον πληθ. οι παραγνάθοι α) ζεύγος φυλλοειδών λοβών τού μεταστόματος που βρίσκεται πίσω από τις σιαγόνες τών περισσότερων καρκινοειδών β) ζεύγος λοβών τού υποφάρυγγα ορισμένων εντόμων γ) μικρές κοφτερές και σκληρές σιαγόνες ορισμένων… … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
αμφοδόντωση — η τεχνολ. η διάταξη τών δοντιών σε ένα πριόνι έτσι που και από τις δυο πλευρές να αποκλίνουν από το επίπεδο τής λεπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αρχ. ἀμφόδων ή ἀμφώδων, οντος «αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες» + κατάλ.… … Dictionary of Greek
αμφώδων — ἀμφώδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση τού αρχ. φωνήεντος τής λ. σε ω (ἀμφ ώδων) λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ανεπάλλακτος — ἀνεπάλλακτος, ον (Α) [επαλλάσσω] εκείνος που έχει κάτι σε συνεχή σειρά και όχι εναλλάξ «ἀνεπάλλακτα ζῶα» ‘ τα ζῶα με διάταξη των δοντιῶν τέτοια ὥστε, ὅταν κλείνουν οι σιαγόνες, να εφάπτεται η επάνω σειρὰ με την κάτω σε αντίθεση προς τα… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
γαμφηλαί — γαμφηλαί, αι (Α) 1. (για ζώα) σιαγόνες, γνάθοι 2. το ράμφος τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Όμοιος σχηματισμός με το τράχηλος όσον αφορά στο επίθημα. Στην πιθανή σύνδεση με τα γομφός, γομφίος, δημιουργεί δυσκολία το α τής λέξεως. Θεωρήθηκε είτε ότι προήλθε… … Dictionary of Greek
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek